- φθίνασμα
- φθίνασμαdecliningneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθίνασμα — άσματος, τὸ, Α (ποιητ. τ.) 1. ελάττωση 2. εξαφάνιση 3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου» (στην ποίηση) η δύση τού ηλίου (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν τού ρ. φθίνω*, κατά τα ουδ. σε ασμα (πρβλ. ἁγί ασμα, χόρτ ασμα)] … Dictionary of Greek
φθινασμάτων — φθίνασμα declining neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινάσμασι — φθίνασμα declining neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθινάσματα — φθίνασμα declining neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)